Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Η Μήδεια εντός μου...

Στο λαιμό μου νοιώθω τον κόμπο.
Κατεβαίνει και ανεβαίνει σαν έμβολο.
Δεν καταπίνω το σάλιο μου,
καταπίνω την ψυχή μου.
Τα χέρια μου μάτωσαν το κορμάκι τους.
Ο φόβος στα μάτια τους
ξεσκίζουν την καρδιά μου!

Η Μήδεια ψιθυρίζει στ΄ αυτί μου...
«Έτσι άρχισα και ‘γω...»
Το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι της
με μαγνητίζει...

Σηκώνω το χέρι μου να το χαϊδέψω.
Τραβιέται μακριά μου
με τα μάτια γεμάτα φόβο
«Δεν θα σε χτυπήσω μωρό μου.
Σ΄ αγαπάω...»
Μ΄ εμπιστεύεται και κουρνιάζει
σαν περιστεράκι στην αγκαλιά μου...

Η Μήδεια μου σφυρίζει στ΄ αυτί ...
«Το ίδιο έκανα κι εγώ...»
Το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι της
με μαγνητίζει...

Το ξανασφίγγω στην αγκαλιά μου.
Φιλώ τα χρυσά του μαλάκια.
Μ΄ αγκαλιάζει και τ΄ άλλο μου αγόρι..
Ο δικός μου Ιάσωνας μόλις μπήκε
και μας κοιτάζει.

Η Μήδεια μου ξανασφυρίζει στ΄ αυτί...
«Νάτος ήρθε!!. Μύρισέ τον, άγγιξέ τον,
Είναι γεμάτος οσμές και ανάσες,
βρωμισμένος και θαλερρός...»

Το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι της
με μαγνητίζει....

Σφίγγω στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου.
«Θα το έκανες
αν δεν υπήρχε ο Ιάσωνας;»,
την ρωτάω για πρώτη φορά,
κοιτώντας την στα μάτια.
Σκοτεινιάζει η ματιά της ...
«Όχι...»

Το ματωμένο μαχαίρι
πέφτει από τα χέρια της.
Το ματωμένο μαχαίρι
δεν είναι πια ο ορίζοντάς μου.
«Όχι, δεν είμαι εσύ, Μήδεια!!!

Όχι δεν θα γίνω άλλη μια σου εικόνα...
Στο σήμερα...
***
Ο Ιάσωνας, δεν θα με νικήσει!!
Εγώ θα σκότωνα τον Ιάσωνα!!!
****

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Η αυτοΘέλητη Έξοδος...

Φοβάμαι λιγάκι. Το ταξίδι θα ‘ναι μακρύ.

Ο Φόβος είναι σαν μια λίμνη.
Ένα δάκρυ μπορεί να ταράξει τα νερά της,
ένα βούρλο να τρυπήσει την πανοπλία της,
ένα κρόασμα να χαλάσει την σιωπή της,
ένα πουλί να σκοτώσει την ζωή της,
μια βάρκα να ξεπεράσει
την απεραντοσύνη της …

Ο Φόβος με κατακλύζει.
Ο Φόβος με κοιτάει...
Είναι ο καθρέφτης του εαυτού μου.
Ο ίδιος που θέλει, αυτός που δεν θέλει.
Δεν ξέρω αν αξίζει να περάσω απέναντι.
Εθελουσίως....Αυτοθέλητα….

Η βάρκα που θα με ταξιδέψει,
θα διασχίσει την Αχερουσία.
Για μένα ο Ορφέας είναι απέναντι
και δεν θα χρειαστεί να κοιτάξει πίσω του,
για να με χάσει.

Αρκεί να κοιτάζει μπροστά,
κατευθείαν, στα μάτια μου!
Δεν ξέρω αλήθεια!
Ο Ορφέας μου αξίζει το ταξίδι
και τον φόβο που γεννά;

Στην όχθη της λίμνης
θα αφήσω την ζωή μου...
Και την ψυχή μου
Κι ο Ορφέας μου μπορεί να μην θέλει
να γυρίσω πίσω...

Ένας Φόβος μάταιος,
ένα Ταξίδι μάταιο.....

Άχθος Αρούρης....


Στέκω με το ‘να πόδι πάνω σου Γη ...
Σαν λέλεκας...
Απολογούμενος!
*
-Πονάς Ω γη, που σε πατώ;
Σε κούρασα που με βαστάζεις;
Να πετάξω, δεν μπορώ!
Το άλλο μου πόδι δεν δύναμαι να πάρω!
Όσο ορθός είμαι, έστω έτσι,
πάνω σου θα ακουμπώ!
*
Εκτός αν πέσω ή αν χαθώ,
σαν σκουληκάκι μέσα σου τρυπώσω!
Πάντα, πάντως,
Άχθος Αρούρης!

...Ημαι παρά νηυσίν ετώσιον άχθος αρούρης, τοίος έών οίος ου τις Αχαιών χαλκοχιτώνων εν πολέμω..

...κάθημαι στις νήες άχρηστος, άχθος αρούρης, ένώ όμοιός μου κανένας δεν είναι από τους χαλκοχίτωνες Αχαιούς, στον πόλεμο...

Ιλιάς Σ,104

Σε μετάφραση Κώστα Δούκα


“Worthless weight “
*
I’m standing on you, Earth
As a stork....
Apologizing…

-Earth, do you suffer, trampling on you?
Earth, do I exhaust you, carrying me?
***
To Fly? I can’t!
My other foot? I can’t take it !!
As long as I'm standing erect, to be in thus,
I’ll be standing on you!!!
*
Unless I fall down or if I am lost,
Like a little annelid, worming inside you!
Always, in a way,
as a "worthless weight"!!
*
"...stay here by my ships, a bootless burden upon the earth,
I, who in fight have no peer among the Achaeans, though in council there are better than I..."

...ΧΥΔΗΝ...





Το χειρότερο απ’ όλα τα ερείπια,
είναι το ερείπιο του εαυτού σου

μέσα στον ίδιο σου τον εαυτό.

***
Δεν έχει πού να σωριάσει τα σπασμένα του κομμάτια

και μένει ορθό,
όσο ορθό μπορεί,
ματώνοντας
με τα σπασμένα,
σακατεμένα αγκονάρια του
την ψυχή και την σάρκα σου.

Βαρέθηκα τα σακί από σάρκες

που μου περιορίζει την δυνατότητα να πέσω.

*
Δεν αντέχω να πολεμάω πια!!!

*

Θα ‘θελα να σχίσω τις σάρκες μου,
να δώσω διέξοδο στα ερείπια μου,
να χύσω τον εαυτό μου,
να πάρω την θέση που μου ταιριάζει.

***
Χύδην!!!

Το περιστέρι




Τσιμπούσε την ψίχα του ψωμιού,
αδιάφορα,
μετρώντας τα βήματά του...
Και τις κινήσεις του...

Τίναξε τα φτερά του δυνατά,
ανασηκώθηκε ίσα να πέσει λες,
ίσα να φύγει,

...άπλωσε τις φτερούγες του
τόσο που φάνταξε μεγάλο,
με κοίταξε στα μάτια,
εκεί απέναντί μου,
ορθό στον αέρα
σαν μαριονέττα δίχως σχοινιά,
μαγικό και κοντινό,
πνεύμα ορατό
και μετά πέταξε.

Μακριά, πολύ μακριά
..

Έκλαυσεν...


Έκλαυσεν η Ακρίδα
και μετά...
Μετά,
το ντέφι
της αρπάζει...
Τραγούδι αρχίζει
γοερόν...
*
Χοροπατά
και το βιολί ακούγεται
στον μικρό, τοσοδά της κόσμον
δυνατά, πολύ δυνατά...
Χορός με τραγούδι
γοερόν.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Γαιδάρου ΣυνΑισθήματα

Ti ευτυχής ο γάϊδαρος
και
Tί χαρά γεμάτος...
****
Εχάρη σαν πρωτομπήκε στο μαγγάνι..
Ενόμιζε ευχάριστη και εύκολη
την γύρα.
*
Πως θάτανε απλό
εφαντάσθη,
ξεκούραστο και εύκολον,
...άλλη πορεία να μην κάνει,
...άλλον δρόμον να μην μάθει......
να μην τρέξει
και την φυγόκεντρον
να μην κερδίσει σαν γκάζι,
προς την ελευθερίαν...
Τί κατηφής ο γάϊδαρος,
τί κούραση γεμάτος...
****
Ομως κουράστηκε πολύ.
Κι όταν το επήρε είδησιν,
ήτο αργά , πολύ αργά....
Να αλλάξει τον ρυθμόν
και το βάδην,
σε τροχάδην
*
Εχασε την ευκαιρίαν
και την φυγόκεντρον....
*
Εις το μαγγάνι λοιπόν,
εκεί ...
με προσμονήν τον Άδην!!!!
****